-
1 πρωτεύουσα
[протэвуса] ουσ. Θ. столица.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πρωτεύουσα
-
2 главный
главный κύριος, βασικός γενικός (общий) \главныйгород (столица) η κύρια πόλη, η πρωτεύουσα \главный врач о αρχίατρος \главный почтамт το κεντρικό ταχυδρομείο \главныйое управление η γενική διεύθυνση ◇ \главныйым образом κυρίως* * *κύριος, βασικός; γενικός ( общий)гла́вный го́род (столица) — η κύρια πόλη, η πρωτεύουσα
гла́вный врач — ο αρχίατρος
гла́вный почта́мт — το κεντρικό ταχυδρομείο
гла́вное управле́ние — η γενική διεύθυνση
••гла́вным о́бразом — κυρίως
-
3 столица
-
4 город
-а, πλθ. -а, -ов α.1. πόλη, πολιτεία, χώρα•столичный город πρωτεύουσα•
главный город πρωτεύουσα νομού ή επαρχίας•
-а-герои πόλεις -ηρωίδες•
в черте -а μέσα στα τείχη της πόλης, στο εσωτερικό αυτής•
за -ом έξω από την πόλη, στα προάστεια, στα περίχωρα• στην εξοχή•
зеленный город πράσινη πόλη (με πολύ πράσινο).
2. παλ. πόλη εντός φρουρίου.3. (στα σκλαβάκια) το διαχωρισμένο μέρος κάθε ομάδας.εκφρ.за -ом – στα προάστεια•ни к селуни к -у – χωρίς αιτία και αφορμή, χωρίς λόγο. -
5 зола
η τέφρα, η χόβολη, η στάχτη/στάκτηулавливать - у κατακρατώ την -, παγιδεύω την -первичная - πρωτεύουσα -, αρχική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зола
-
6 главный
гла́вн||ыйприл1. κύριος, κυριώτερος, γενικός, σπουδαιότερος/ βασικός (основной):\главный город ἡ κυριώτερη πόλη, ἡ πρωτεύουσα· \главный штаб τό γενικόν ἐπιτε-λεῖον \главныйое управление ἡ γενική διεύθυν-σις· \главныйое предложение грам. ἡ κυρία πρόταση [-ις]·2. (старший) γενικός:\главный бухгалтер ὁ γενικός λογιστής, ὁ ἀρχιλογιστής· \главный инженер ὁ ἀρχιμηχανικός· \главный врач ὁ ἀρχίατρος· \главный редактор ὁ ἀρχισυντάκτης· ◊ \главныйым образом βασικά, κυρίως. Ιδίως, πρό πάντων. -
7 губернский
губерн||скийприл τοῦ κυβερνείου, τοῦ νομού:\губернскийский город ἡ πρωτεύουσα τοῦ κυβερνείου. -
8 привесить
привеситьсое. см. привешивать. привести сое. см. приводить. привестись сое. (случиться) безл разе.:мне \привеситьло́сь побывать в столице ἔτυχε νά βρεθώ στήν πρωτεύουσα· мне \привеситьло́сь увидеть... ἐλαχε νά τό ίδῶ... -
9 столица
столи||цаж ἡ πρωτεύουσα. -
10 столица
[σταλίτσα] ουσ. θ. πρωτεύουσα -
11 столица
[σταλίτσα] ουσ θ πρωτεύουσα -
12 губерния
-и θ.κυβερνείο.(απλ.) πρωτεύουσα του κυβερνείου.εκφρ.пошла писать губерния – τα πάντα και οι πάντες κινητοποιήθηκαν έγινε μεγάλη αναταραχή. -
13 губернский
επ.κυβερνητικός, του κυβερνείου•-ое управление το κυβερνείο•
губернский город η πρωτεύουσα του κυβερνείου.
-
14 кантональный
επ.του καντονίου•-ые выборы εκλογές καντονίου•
кантональный город πρωτεύουσα καντονίου.
-
15 ордынский
επ. παλ. του κρατιδίου•дрв-няя -ая столица αρχαία πρωτεύουσα κρατιδίου.
-
16 престольный
επ.1. του θρόνου.2. της Αγιας Τράπεζας.εκφρ.престольный город – παλ. πόλη του θρόνου (πρωτεύουσα του τσαρ, κράτους)•престольный праздник – η γιορτή της εκκλησίας (του αγίου της). -
17 столица
-ы θ.πρωτεύουσα•европейские -ы οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
-
18 столичный
επ.της πρωτεύουσας• πρωτευουσιάνικος•-ые жители οι πρωτευουσιάνοι•
-ые газеты εφημερίδες της πρωτεύουσας.
εκφρ.столичный город – η πρωτεύουσα. -
19 уездный
επ.1. επαρχιακός•-ая территория το έδαφος της επαρχίας•
уездный врач επαρχιακός γιατρός•
уездный город επαρχιακή πρωτεύουσα.
2. παλ.επαρχιώτικος• απλοϊκός, καθυστερημένος.εκφρ.- ое присуствие – παλ. κρατικό επαρχιώτικο ίδρυμα•- ое училище – σχολαρχείο διτάξιο (διετές).
См. также в других словарях:
πρωτεύουσα — η, Ν 1. πόλη, κωμόπολη ή και χωριό όπου εδρεύουν οι ανώτερες αρχές διοικητικής περιφέρειας ή η κυβέρνηση μιας πολιτείας 2. (κατ επέκτ.) η μεγαλύτερη ή η σημαντικότερη από οικονομική, πολιτιστική ή άλλη άποψη πόλη μιας περιφέρειας 3. φρ.… … Dictionary of Greek
πρωτεύουσα — πρωτεύω to be the first pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
ρίγα — Πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Λετονίας. Βρίσκεται στις όχθες του δυτικού Ντβινά (Νταουγκάβα), κοντά στις εκβολές του στον κόλπο της Ρ. (Βαλτική). Ιδρυμένη το 1201 από τον επίσκοπο Αλβέρτο της Λιβονίας, έγινε επισκοπική έδρα και, στα μέσα του… … Dictionary of Greek
Σέρπουχοφ — Πρωτεύουσα της ομώνυμης περιφέρειας της περιοχής της Μόσχας. Βρίσκεται σε κατάσταση 99 χλμ. από τη σοβιετική πρωτεύουσα, στις όχθες του ποταμού Νάρα. Η πόλη, που ιδρύθηκε το 1339, αριθμεί 130 000 κάτ. Στα 1341 1456 ήταν πρωτεύουσα του ομώνυμου… … Dictionary of Greek
Πασαργάδαι (-ες) — Πρωτεύουσα της Περσίας, πριν από την Περσέπολη, που είχε χτιστεί στο μέρος όπου το 556 π.Χ. ο Κύρος ο Πρεσβύτερος νίκησε τον Αστυάγη και έστησε τη σκηνή του. Ακόμα και όταν η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Περσέπολη, οι βασιλιάδες εξακολουθούσαν να… … Dictionary of Greek
πρωτευούσας — πρωτευούσᾱς , πρωτεύω to be the first pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) πρωτευούσᾱς , πρωτεύω to be the first pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek